- θεωρῶν
- θεωρέωto be apres part act masc nom sg (attic epic doric)θεωρόςenvoy sent to consult an oraclemasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… … Dictionary of Greek
глѧдати — ГЛѦДА|ТИ (39), Ю, ѤТЬ гл. 1. Глядеть, смотреть: с҃тыи николае весело глѩда˫аи рече къ немѹ ЧудН XII, 75б; чл҃вкъ въ лице глѩдаѥть. а б҃ъ ср҃дце видить. СбТр ХІІ/ХІІІ, 117 об.; на позорища приходѩ(т) і ігры глѩдають. КР 1284, 27в; и гл҃ть ѥмѹ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εκέχειρον — ἐκέχειρον και ἐκεχείριον, το (Α) 1. τα έξοδα τού ταξιδιού τών θεωρών ή τών κηρύκων που ανάγγελλαν την ιερή εκεχειρία 2. αργύριο … Dictionary of Greek
θεωρία — (Ιστορ.). Αντιπροσωπείες που έστελναν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στις πανελλήνιες γιορτές. Σπουδαιότερη θ. των Αθηναίων ήταν εκείνη που παρίστατο στη γιορτή του Δηλίου Απόλλωνα. Επικεφαλής της ήταν ο αρχιθέωρος, που αναλάμβανε όλα τα έξοδα. Τα… … Dictionary of Greek
θεωρίς — θεωρίς, ίδος, ἡ (Α) [θεωρός] 1. το πλοίο που ανήκε στην ιερά πομπή και χρησιμοποιούνταν για την αποστολή τών θεωρών ή για μετακόμιση και παραλαβή προσώπων και χρημάτων που ανήκαν στην υπηρεσία τής πόλεως 2. το πορθμείο τού Χάρωνος 3. στον πληθ.… … Dictionary of Greek
θεωρικός — θεωρικός, ή, όν (ΑΜ) [θεωρός] μσν. καταρτισμένος, μορφωμένος σε θέματα πίστεως αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεωρία, στην πανηγυρική αποστολή θεωρών, ο εορταστικός 2. αυτός τον οποίο χρησιμοποιούν οι θεωροί 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
παρακρέμαμαι — Α 1. κρέμομαι δίπλα σε κάποιον ή σε κάτι 2. μτφ. εξαρτώμαι από κάτι («θεωρῶν δὲ πολλὰ τὰ παρακρεμάμενα μέρη καὶ μακρὰν ἀπεσπασμένα τῆς βασιλείας», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κρέμαμαι] … Dictionary of Greek
προτέρημα — το, ΝΜΑ [προτερῶ] 1. npoσόν ή χάρισμα φυσικό ή επίκτητο 2. πλεονέκτημα, υπεροχή 3. αρετή αρχ. 1. πρωτείο βαθμού ή ηλικίας, ανώτερη αξία 2. (στον πόλεμο) επικράτηση, νίκη («θεωρῶν δὲ τοὺς βαρβάρους ἐκ τοῡ προτερήματος θρασέως καὶ προπετῶς… … Dictionary of Greek
ՏԵՍԱՆԵԼԻ — (լւոյ, լեաց.) NBH 2 0867 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 11c, 12c ա. ὀρατός, βλεπόμενος visibilis, videndus. Որ տեսանի. առարկայ տեսութեան. երեւելի. երեւեալ. զգալի. *Ոչ ամենեցուն է լոյս տեսանելի: Յոյս տեսանելի՝ չէ յոյս.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)